μικρός τελικός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

μικρός τελικός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

μικρός τελικός αρσενικό

  1. (αθλητισμός) ο τελικός αγώνας που θα καθορίσει την τρίτη και τέταρτη θέση
  2. (μεταφορικά) χαρακτηρισμός αγώνα, πριν τους τελικούς, μεταξύ των δύο πιθανότερων διεκδικητών του έπαθλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.