τελεσίδικος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τελεσίδικος | η | τελεσίδικη | το | τελεσίδικο |
| γενική | του | τελεσίδικου | της | τελεσίδικης | του | τελεσίδικου |
| αιτιατική | τον | τελεσίδικο | την | τελεσίδικη | το | τελεσίδικο |
| κλητική | τελεσίδικε | τελεσίδικη | τελεσίδικο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τελεσίδικοι | οι | τελεσίδικες | τα | τελεσίδικα |
| γενική | των | τελεσίδικων | των | τελεσίδικων | των | τελεσίδικων |
| αιτιατική | τους | τελεσίδικους | τις | τελεσίδικες | τα | τελεσίδικα |
| κλητική | τελεσίδικοι | τελεσίδικες | τελεσίδικα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τελεσίδικος < τελεσι- (< τέλος) + -δικ- (< δίκη) + -ος ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική en dernière instance)
- Η λέξη μαρτυρείται από το 1833
Προφορά
Επίθετο
τελεσίδικος,-η, -ο
- αυτός που δεν μπορεί να επανακριθεί, που δεν επιδέχεται αναθεώρηση
- μες στην ομορφιά του κόσμου ο θάνατος είναι τελεσίδικος
- (νομικός όρος) η απόφαση δικαστηρίου εναντίον της οποίας δεν μπορεί να ασκηθεί έφεση
- γίνεται τελεσίδικη η δικαστική απόφαση υιοθεσίας
Συγγενικά
- τελεσιδικία
- τελεσίδικα
- τελεσιδικώ
- → δείτε τις λέξεις τέλος και δίκη
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
τελεσίδικος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.