τελεσιδικώ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τελεσιδικώ < τελεσίδικος + -ώ < τέλος + δίκη
Προφορά
- ΔΦΑ : /te.le.si.ðiˈko/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις τελεσίδικος, τέλος και δίκη
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | τελεσιδικώ | τελεσιδικούσα | θα τελεσιδικώ | να τελεσιδικώ | τελεσιδικώντας | |
| β' ενικ. | τελεσιδικείς | τελεσιδικούσες | θα τελεσιδικείς | να τελεσιδικείς | (τελεσιδίκει) | |
| γ' ενικ. | τελεσιδικεί | τελεσιδικούσε | θα τελεσιδικεί | να τελεσιδικεί | ||
| α' πληθ. | τελεσιδικούμε | τελεσιδικούσαμε | θα τελεσιδικούμε | να τελεσιδικούμε | ||
| β' πληθ. | τελεσιδικείτε | τελεσιδικούσατε | θα τελεσιδικείτε | να τελεσιδικείτε | τελεσιδικείτε | |
| γ' πληθ. | τελεσιδικούν(ε) | τελεσιδικούσαν(ε) | θα τελεσιδικούν(ε) | να τελεσιδικούν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | τελεσιδίκησα | θα τελεσιδικήσω | να τελεσιδικήσω | τελεσιδικήσει | ||
| β' ενικ. | τελεσιδίκησες | θα τελεσιδικήσεις | να τελεσιδικήσεις | τελεσιδίκησε | ||
| γ' ενικ. | τελεσιδίκησε | θα τελεσιδικήσει | να τελεσιδικήσει | |||
| α' πληθ. | τελεσιδικήσαμε | θα τελεσιδικήσουμε | να τελεσιδικήσουμε | |||
| β' πληθ. | τελεσιδικήσατε | θα τελεσιδικήσετε | να τελεσιδικήσετε | τελεσιδικήστε | ||
| γ' πληθ. | τελεσιδίκησαν τελεσιδικήσαν(ε) |
θα τελεσιδικήσουν(ε) | να τελεσιδικήσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω τελεσιδικήσει | είχα τελεσιδικήσει | θα έχω τελεσιδικήσει | να έχω τελεσιδικήσει | ||
| β' ενικ. | έχεις τελεσιδικήσει | είχες τελεσιδικήσει | θα έχεις τελεσιδικήσει | να έχεις τελεσιδικήσει | ||
| γ' ενικ. | έχει τελεσιδικήσει | είχε τελεσιδικήσει | θα έχει τελεσιδικήσει | να έχει τελεσιδικήσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε τελεσιδικήσει | είχαμε τελεσιδικήσει | θα έχουμε τελεσιδικήσει | να έχουμε τελεσιδικήσει | ||
| β' πληθ. | έχετε τελεσιδικήσει | είχατε τελεσιδικήσει | θα έχετε τελεσιδικήσει | να έχετε τελεσιδικήσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν τελεσιδικήσει | είχαν τελεσιδικήσει | θα έχουν τελεσιδικήσει | να έχουν τελεσιδικήσει |
| |
Μεταφράσεις
τελεσιδικώ
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.