τεκτοπυριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | τεκτοπυριτικός | η | τεκτοπυριτική | το | τεκτοπυριτικό |
| γενική | του | τεκτοπυριτικού | της | τεκτοπυριτικής | του | τεκτοπυριτικού |
| αιτιατική | τον | τεκτοπυριτικό | την | τεκτοπυριτική | το | τεκτοπυριτικό |
| κλητική | τεκτοπυριτικέ | τεκτοπυριτική | τεκτοπυριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | τεκτοπυριτικοί | οι | τεκτοπυριτικές | τα | τεκτοπυριτικά |
| γενική | των | τεκτοπυριτικών | των | τεκτοπυριτικών | των | τεκτοπυριτικών |
| αιτιατική | τους | τεκτοπυριτικούς | τις | τεκτοπυριτικές | τα | τεκτοπυριτικά |
| κλητική | τεκτοπυριτικοί | τεκτοπυριτικές | τεκτοπυριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- τεκτοπυριτικός < περικοπή του τεκτονικ(ός) + -ο- + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
τεκτοπυριτικός, -ή, -ό
- (ορυκτολογία) χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία το κρυσταλλικό πλέγμα των τετραέδρων πυριτίου έχει οξυγόνα καθένα από τα οποία ανήκουν σε όλα τα γειτονικά τετράεδρα
- ※ Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.