φυλλοπυριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | φυλλοπυριτικός | η | φυλλοπυριτική | το | φυλλοπυριτικό |
| γενική | του | φυλλοπυριτικού | της | φυλλοπυριτικής | του | φυλλοπυριτικού |
| αιτιατική | τον | φυλλοπυριτικό | τη | φυλλοπυριτική | το | φυλλοπυριτικό |
| κλητική | φυλλοπυριτικέ | φυλλοπυριτική | φυλλοπυριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | φυλλοπυριτικοί | οι | φυλλοπυριτικές | τα | φυλλοπυριτικά |
| γενική | των | φυλλοπυριτικών | των | φυλλοπυριτικών | των | φυλλοπυριτικών |
| αιτιατική | τους | φυλλοπυριτικούς | τις | φυλλοπυριτικές | τα | φυλλοπυριτικά |
| κλητική | φυλλοπυριτικοί | φυλλοπυριτικές | φυλλοπυριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- φυλλοπυριτικός < φυλλο- + πυριτικός • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
φυλλοπυριτικός, -ή, -ό
- (ορυκτολογία) χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία η αναλογία οξυγόνου / πυριτίου είναι 2,5
- ※ Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 )
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.