κυκλοπυριτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | κυκλοπυριτικός | η | κυκλοπυριτική | το | κυκλοπυριτικό |
| γενική | του | κυκλοπυριτικού | της | κυκλοπυριτικής | του | κυκλοπυριτικού |
| αιτιατική | τον | κυκλοπυριτικό | την | κυκλοπυριτική | το | κυκλοπυριτικό |
| κλητική | κυκλοπυριτικέ | κυκλοπυριτική | κυκλοπυριτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | κυκλοπυριτικοί | οι | κυκλοπυριτικές | τα | κυκλοπυριτικά |
| γενική | των | κυκλοπυριτικών | των | κυκλοπυριτικών | των | κυκλοπυριτικών |
| αιτιατική | τους | κυκλοπυριτικούς | τις | κυκλοπυριτικές | τα | κυκλοπυριτικά |
| κλητική | κυκλοπυριτικοί | κυκλοπυριτικές | κυκλοπυριτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- κυκλοπυριτικός < κυκλο- + πυριτικός
Επίθετο
κυκλοπυριτικός, -ή, -ό,
- (ορυκτολογία) χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία η αναλογία οξυγόνου / πυριτίου είναι 3,0
- ※ Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 )
- ※ EΚΤΕΛΕΣΤΙΚΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ της 28.4.2020 για την τροποποίηση της άδειας κυκλοφορίας που χορηγήθηκε με την απόφαση C(2018)1912(final) για το φάρμακο «Lokelma - κυκλοπυριτικό νάτριο ζιρκόνιο» που προορίζεται για ανθρώπινη χρήση Ευρωπαϊκή Επιτροπή, Βρυξέλλες, 28/4/2020 ()
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.