σωροπυριτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σωροπυριτικός η σωροπυριτική το σωροπυριτικό
      γενική του σωροπυριτικού της σωροπυριτικής του σωροπυριτικού
    αιτιατική τον σωροπυριτικό τη σωροπυριτική το σωροπυριτικό
     κλητική σωροπυριτικέ σωροπυριτική σωροπυριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σωροπυριτικοί οι σωροπυριτικές τα σωροπυριτικά
      γενική των σωροπυριτικών των σωροπυριτικών των σωροπυριτικών
    αιτιατική τους σωροπυριτικούς τις σωροπυριτικές τα σωροπυριτικά
     κλητική σωροπυριτικοί σωροπυριτικές σωροπυριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σωροπυριτικός < σωρ(ός) + -ο- + πυριτικός  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

σωροπυριτικός, -ή, -ό

  • (ορυκτολογία) χαρακτηρισμός πυριτικών ορυκτών στα οποία η αναλογία οξυγόνου / πυριτίου είναι 3,5
      Ανάλογα με τον τρόπο σύνδεσης των πυριτικών τετραέδρων, τα πυριτικά ορυκτά χωρίζονται σε νησοπυριτικά ή ορθοπυριτικά, σωροπυριτικά, ινοπυριτικά (μονής και διπλής αλυσίδας), κυκλοπυριτικά, φυλλοπυριτικά και τεκτοπυριτικά (Στυλιανή Ανδρεοπούλου, Δομή, σύνθεση και ιδιότητες των αργιλικών ορυκτών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Προπτυχιακή Διπλωματική εργασία, Βόλος, 2018, σελ. 16 )

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.