πυριτικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πυριτικός η πυριτική το πυριτικό
      γενική του πυριτικού της πυριτικής του πυριτικού
    αιτιατική τον πυριτικό την πυριτική το πυριτικό
     κλητική πυριτικέ πυριτική πυριτικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πυριτικοί οι πυριτικές τα πυριτικά
      γενική των πυριτικών των πυριτικών των πυριτικών
    αιτιατική τους πυριτικούς τις πυριτικές τα πυριτικά
     κλητική πυριτικοί πυριτικές πυριτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πυριτικός < πυρίτ(ιο) + -ικός

Επίθετο

πυριτικός, -ή, -ό,

  • (χημεία, γεωλογία) ο σχετικός με πυρίτιο
    πυριτική ένωση, πυριτικό ορυκτό

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.