*τειχεσιπλήτης
Αρχαία ελληνικά (grc)
![]() αμάρτυρος τύπος |
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών - μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος - |
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | *τειχεσιπλήτης | |||
| γενική | ||||
| δοτική | ||||
| αιτιατική | ||||
| κλητική ὦ! | τειχεσιπλῆτα | |||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | ||||
| γεν-δοτ | ||||
| Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- *τειχεσιπλήτης < → δείτε τη λέξη τειχεσιπλῆτα
Ουσιαστικό
*τειχεσιπλήτης, -ου αρσενικό
- (ελλειπτικό ουσιαστικό) απαντά μόνον στην κλητική ενικού τειχεσιπλῆτα
Πηγές
- τειχεσιπλήτης - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- τειχεσιπλήτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
