*τειχεσιπλήτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος τύπος
αμάρτυρος υποθετικός τύπος, λέξη που δεν σώζεται σε κείμενα
αλλά σε σύνθετες λέξεις ή σε γραμματικούς τύπους ή σε σχόλια γραμματικών
- μπροστά από τη λέξη σημειώνεται ένας αστερίσκος -
 
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική      *τειχεσιπλήτης     
      γενική
      δοτική
    αιτιατική
     κλητική ! τειχεσιπλῆτα
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ      
γεν-δοτ  
Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

*τειχεσιπλήτης <  δείτε τη λέξη τειχεσιπλῆτα

Ουσιαστικό

*τειχεσιπλήτης, -ου αρσενικό

  • (ελλειπτικό ουσιαστικό) απαντά μόνον στην κλητική ενικού τειχεσιπλῆτα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.