προτείχισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το προτείχισμα τα προτειχίσματα
      γενική του προτειχίσματος των προτειχισμάτων
    αιτιατική το προτείχισμα τα προτειχίσματα
     κλητική προτείχισμα προτειχίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

προτείχισμα < αρχαία ελληνική προτείχισμα < προτειχίζω < τεῖχος

Ουσιαστικό

προτείχισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.