αντιπροτείνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αντιπροτείνω < αντι + προ + τείνω
Ρήμα
αντιπροτείνω
- προτείνω κάτι αντίθετο ή εναλλακτικό σε όσα έχουν ήδη προταθεί, κάνω αντιπρόταση
- με κατηγορεί για απροσεξία, αλλά δεν αντιπροτείνει λύσεις
- παραθέτω αντίθετα επιχειρήματα
- δεν έχεις κάτι να αντιπροτείνεις στην επιχειρηματολογία μου;
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.