επιτείνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επιτείνω < αρχαία ελληνική ἐπιτείνω < ἐπί + τείνω

Ρήμα

επιτείνω (παθητική φωνή: επιτείνομαι)

  1. αυξάνω την τάση, την ένταση ή τη διάρκεια
  2. κάνω κάτι πιο έντονο
  3. ενισχύω, ενδυναμώνω
  4. δίνω έμφαση, τονίζω, προβάλλω

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.