aim
Αγγλικά (en)
Ρήμα
| ενεστώτας | aim |
| γ΄ ενικό ενεστώτα | aims |
| αόριστος | aimed |
| παθητική μετοχή | aimed |
| ενεργητική μετοχή | aiming |
aim (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, επιδιώκω, προσπαθώ ή σχεδιάζω να πετύχω κάτι
- (μεταβατικό, συνήθως παθητική φωνή) τείνω, αφορώ, λέω ή κάνω κάτι που έχει σκοπό να επηρεάσει ένα συγκεκριμένο άτομο ή ομάδα
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοπεύω, στοχεύω, σημαδεύω, στρέφω ένα όπλο, μια κάμερα, μια κλωτσιά κτλ. σε κάποιον/κάτι
Πηγές
- aim (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- aim (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 149, 320, 786, 799, 871. ISBN 9780194325684., λήμμα: αφορώ, επιδιώκω, σημαδεύω, σκοπεύω, τείνω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.