προεκτείνω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- προεκτείνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεκτείνω < προ- + αρχαία ελληνική ἐκτείνω < ἐκ + τείνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική prolonger) [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.eˈkti.no/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : προ‐ε‐κτεί‐νω
- παλιότερος συλλαβισμός : προ‐εκ‐τεί‐νω
Ρήμα
προεκτείνω, πρτ.: προέκτεινα, αόρ.: προέκτεινα/προεξέτεινα, παθ.φωνή: προεκτείνομαι, π.αόρ.: προεκτάθηκα, μτχ.π.π.: προεκταμένος/προεκτεταμένος
- (κυριολεκτικά και μεταφορικά) άλλη μορφή του επεκτείνω
Συνώνυμα
Συγγενικά
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Αναφορές
- προεκτείνω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.