προεκτείνω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προεκτείνω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή προεκτείνω < προ- + αρχαία ελληνική ἐκτείνω < ἐκ + τείνω (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική prolonger) [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /pɾo.eˈkti.no/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προεκτείνω
παλιότερος συλλαβισμός: προεκτείνω

Ρήμα

προεκτείνω, πρτ.: προέκτεινα, αόρ.: προέκτεινα/προεξέτεινα, παθ.φωνή: προεκτείνομαι, π.αόρ.: προεκτάθηκα, μτχ.π.π.: προεκταμένος/προεκτεταμένος

Συνώνυμα

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις προ, εκτείνω και τείνω

Κλίση

  • λείπει η κλίση

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.