ταυροκαθάψια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ταυροκαθάψια
      γενική των ταυροκαθάψιων
& ταυροκαθαψίων
    αιτιατική τα ταυροκαθάψια
     κλητική ταυροκαθάψια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταυροκαθάψια < ελληνιστική κοινή ταυροκαθάψια < αρχαία ελληνική ταῦρος + ελληνιστική κοινή κάθαψις < αρχαία ελληνική καθάπτω < κατά + ἅπτω

Προφορά

ΔΦΑ : /ta.vɾo.kaˈθa.psi.a/

Ουσιαστικό

ταυροκαθάψια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • (ιστορία, αρχαία Ελλάδα) «άθλημα» στα πλαίσια θρησκευτικών τελετών κατά το οποίο τολμηροί νέοι αντιμετώπιζαν κάποιον ταύρο, προσπαθώντας να τον πιάσουν ή να κάνουν διάφορα ακροβατικά νούμερα ή άλματα πάνω του ή κοντά του
      Πραγματικό αριστούργημα της νεοανακτορικής μικροπλαστικής αποτελεί το σπάνιο αγαλματίδιο που παριστάνει ταυροκαθάπτη. Βρέθηκε μαζί με κομμάτια άλλων μορφών και φαίνεται ότι αποτελούσε μέρος μιας μεγαλύτερης σύνθεσης που απεικόνιζε τα ταυροκαθάψια, τον περίφημο θρησκευτικό αγώνα της μινωικής Κρήτης. (@odysseus.culture.gr)

Συγγενικά

Σημειώσεις

  • Ορισμένοι μελετητές τονίζουν τη λέξη στο -ι-: ταυροκαθαψία

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τὰ ταυροκαθάψι
      γενική τῶν ταυροκαθαψίων
      δοτική τοῖς ταυροκαθαψίοις
    αιτιατική τὰ ταυροκαθάψι
     κλητική ! ταυροκαθάψι
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταυροκαθάψια, η λέξη σε Σχόλια ή σε επιγραφές < αρχαία ελληνική ταῦρος + ελληνιστική κοινή κάθαψις < αρχαία ελληνική καθάπτω < καθ- + ἅπτω

Ουσιαστικό

ταυροκαθάψια ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

  • ταυροκάθαψις

Συγγενικά

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.