ταυροκαθάπτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ταυροκαθάπτης | οι | ταυροκαθάπτες |
| γενική | του | ταυροκαθάπτη | των | ταυροκαθαπτών |
| αιτιατική | τον | ταυροκαθάπτη | τους | ταυροκαθάπτες |
| κλητική | ταυροκαθάπτη | ταυροκαθάπτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταυροκαθάπτης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταυροκαθάπτης < αρχαία ελληνική ταῦρος + ελληνιστική κοινή καθαπτής < αρχαία ελληνική καθάπτω < κατά + ἅπτω
Ουσιαστικό
ταυροκαθάπτης αρσενικό
- (θρησκεία) αυτός που ιππεύει ταύρους, ως μέρος αγωνίσματος με ταύρους (ταυροκαθάψια) [1]
- Ο ταυροκαθάπτης αποδίδεται σε ελεύθερη, στιγμιαία κίνηση, ακριβώς την ώρα του άλματος πάνω από τον ταύρο. (odysseus.culture.gr)
Μεταφράσεις
ταυροκαθάπτης
|
|
Αναφορές
- books.google ταυροκαθάπτης, αναφορά στην ταφική Αττική στήλη 3293], Αττικές Επιγραφαί Επιτύμβιοι, Στέφανος Κουμανούδης, Τύποις Κ. Αντωνιάδου, 1871, σελ. 453
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ταυροκαθάπτης | οἱ | ...?...αι |
| γενική | τοῦ | ταυροκαθάπτου | τῶν | ταυροκαθαπτῶν |
| δοτική | τῷ | ταυροκαθάπτῃ | τοῖς | ταυροκαθάπταις |
| αιτιατική | τὸν | ταυροκαθάπτην | τοὺς | ταυροκαθάπτᾱς |
| κλητική ὦ! | ...?...ᾰ | ...?...αι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταυροκαθάπτᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταυροκαθάπταιν | ||
| Δεν υπάρχουν πληροφορίες για την προσωδία του δίχρονου φωνήεντος στην παραλήγουσα ώστε να γίνει σωστά ο τονισμός. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'στρατιώτης' όπως «στρατιώτης» - 1η κλίση, ομάδα «στρατιώτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
ταυροκαθάπτης αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή , θρησκεία) αυτός που ιππεύει ταύρους, ως μέρος αγωνίσματος με ταύρους (ταυροκαθάψια)[1]
- ※ βασιλεῖ Ῥοιματάλκᾳ[2] ἀγωνιζόμενος Σεραπίων[3] ταυροκαθάπτης.[4][5]
- epigraphy.packhum.org επιγραφή IG II² 3156) από την Αττική
- ※ βασιλεῖ Ῥοιματάλκᾳ[2] ἀγωνιζόμενος Σεραπίων[3] ταυροκαθάπτης.[4][5]
Αναφορές
- ταυροκαθάπτης, αναφορά στην ταφική Αττική στήλη 3293, Αττικές Επιγραφαί Επιτύμβιοι, Στέφανος Κουμανούδης, Τύποις Κ. Αντωνιάδου, 1871, σελ. 453
- αναφορά στον Βασιλέα Ροιμητάλκη των Οδρυσών και της Θράκης (υπήρχαν τρεις με το όνομα ο Α΄, ο Β΄ και ο Γ΄ που βασίλεψαν από το 11 π.Χ. μέχρι το 46 μ.Χ.
- το όνομα του μνημονευόμενου στην ταφική στήλη
- books.google Αττικές Επιγραφαί Επιτύμβιοι, Στέφανος Κουμανούδης, Τύποις Κ. Αντωνιάδου, 1871, σελ. 377]
- books.google Επιγραφή 3884], Εφημερίς Αρχαιολογική, Βασιλική Τυπογραφία, 1856, σελ. 1996 (η επιγραφή βρέθηκε στην Αττική, στον Υμηττό, κοντά στην αρχαία Αχαρνική πύλη)
Πηγές
- ταυροκαθάπτης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.