ταυρηλάτης

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταυρηλάτης οἱ ταυρηλάται
      γενική τοῦ ταυρηλάτου τῶν ταυρηλατῶν
      δοτική τῷ ταυρηλάτ τοῖς ταυρηλάταις
    αιτιατική τὸν ταυρηλάτην τοὺς ταυρηλάτᾱς
     κλητική ! ταυρηλάτ ταυρηλάται
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταυρηλάτ
γεν-δοτ τοῖν  ταυρηλάταιν
Το δίχρονο φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'στρατιώτης', Κατηγορία 'τοξότης' όπως «τοξότης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταυρηλάτης < ταῦρ(ος) + -ηλάτης < ἐλαύνω

Επίθετο

ταυρηλάτης αρσενικό και ταυρελάτης

Σημειώσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.