ταραχοποιός
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ταραχοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταραχοποιός < ταραχ(ή) + -ο- + -ποιός ( < ποιώ)
- και (ουσιαστικοποιημένο)
Επίθετο
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ταραχοποιός | η | ταραχοποιός & ταραχοποιά |
το | ταραχοποιό |
| γενική | του | ταραχοποιού | της | ταραχοποιού & ταραχοποιάς |
του | ταραχοποιού |
| αιτιατική | τον | ταραχοποιό | την | ταραχοποιό & ταραχοποιά |
το | ταραχοποιό |
| κλητική | ταραχοποιέ | ταραχοποιέ & ταραχοποιά |
ταραχοποιό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ταραχοποιοί | οι | ταραχοποιοί & ταραχοποιές |
τα | ταραχοποιά |
| γενική | των | ταραχοποιών | των | ταραχοποιών | των | ταραχοποιών |
| αιτιατική | τους | ταραχοποιούς | τις | ταραχοποιούς & ταραχοποιές |
τα | ταραχοποιά |
| κλητική | ταραχοποιοί | ταραχοποιοί & ταραχοποιές |
ταραχοποιά | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
ταραχοποιός, -ός / -ά, -ό
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο/η | ταραχοποιός | οι | ταραχοποιοί |
| γενική | του/της | ταραχοποιού | των | ταραχοποιών |
| αιτιατική | τον/την | ταραχοποιό | τους/τις | ταραχοποιούς |
| κλητική | ταραχοποιέ | ταραχοποιοί | ||
| Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
ταραχοποιός αρσενικό ή θηλυκό
- (λόγιο) που είναι ταραχοποιός
Μεταφράσεις
ταραχοποιός
|
Πηγές
- ταραχοποιός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ταραχοποιός | τὸ | ταραχοποιόν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | ταραχοποιοῦ | τοῦ | ταραχοποιοῦ | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | ταραχοποιῷ | τῷ | ταραχοποιῷ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ταραχοποιόν | τὸ | ταραχοποιόν | ||
| κλητική ὦ! | ταραχοποιέ | ταραχοποιόν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | ταραχοποιοί | τὰ | ταραχοποιᾰ́ | ||
| γενική | τῶν | ταραχοποιῶν | τῶν | ταραχοποιῶν | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | ταραχοποιοῖς | τοῖς | ταραχοποιοῖς | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | ταραχοποιούς | τὰ | ταραχοποιᾰ́ | ||
| κλητική ὦ! | ταραχοποιοί | ταραχοποιᾰ́ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ταραχοποιώ | τὼ | ταραχοποιώ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | ταραχοποιοῖν | τοῖν | ταραχοποιοῖν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ταραχοποιός < αρχαία ελληνική ταραχ(ή) + -ο- + -ποιός ( < ποιώ)
Πηγές
- ταραχοποιός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.