ταραχοποιός

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ταραχοποιός < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταραχοποιός < ταραχ(ή) + -ο- + -ποιός ( < ποιώ)

Επίθετο

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταραχοποιός η ταραχοποιός
& ταραχοποιά
το ταραχοποιό
      γενική του ταραχοποιού της ταραχοποιού
& ταραχοποιάς
του ταραχοποιού
    αιτιατική τον ταραχοποιό την ταραχοποιό
& ταραχοποιά
το ταραχοποιό
     κλητική ταραχοποιέ ταραχοποιέ
& ταραχοποιά
ταραχοποιό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταραχοποιοί οι ταραχοποιοί
& ταραχοποιές
τα ταραχοποιά
      γενική των ταραχοποιών των ταραχοποιών των ταραχοποιών
    αιτιατική τους ταραχοποιούς τις ταραχοποιούς
& ταραχοποιές
τα ταραχοποιά
     κλητική ταραχοποιοί ταραχοποιοί
& ταραχοποιές
ταραχοποιά
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «φθοροποιός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ταραχοποιός, -ός / -ά, -ό

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ταραχοποιός οι ταραχοποιοί
      γενική του/της ταραχοποιού των ταραχοποιών
    αιτιατική τον/την ταραχοποιό τους/τις ταραχοποιούς
     κλητική ταραχοποιέ ταραχοποιοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ταραχοποιός αρσενικό ή θηλυκό

Μεταφράσεις

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ταραχοποιός τὸ ταραχοποιόν
      γενική τοῦ/τῆς ταραχοποιοῦ τοῦ ταραχοποιοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ταραχοποι τῷ ταραχοποι
    αιτιατική τὸν/τὴν ταραχοποιόν τὸ ταραχοποιόν
     κλητική ! ταραχοποιέ ταραχοποιόν
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ταραχοποιοί τὰ ταραχοποιᾰ́
      γενική τῶν ταραχοποιῶν τῶν ταραχοποιῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ταραχοποιοῖς τοῖς ταραχοποιοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ταραχοποιούς τὰ ταραχοποιᾰ́
     κλητική ! ταραχοποιοί ταραχοποιᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ταραχοποιώ τὼ ταραχοποιώ
      γεν-δοτ τοῖν ταραχοποιοῖν τοῖν ταραχοποιοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ταραχοποιός < αρχαία ελληνική ταραχ(ή) + -ο- + -ποιός ( < ποιώ)

Επίθετο

τᾰρᾰχοποιός, -ός, -όν

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.