ταραξίας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η ταραξίας οι ταραξίες
      γενική του/της ταραξία των ταραξιών
    αιτιατική τον/την ταραξία τους/τις ταραξίες
     κλητική ταραξία ταραξίες
Στη γενική ενικού για το θηλυκό, συχνά εκφέρεται τύπος σε -ας.
Για την αστάθεια τύπων της γενικής ενικού του θηλυκού,
δείτε τα σχόλια στο Παράρτημα: «ταμίας».
Κατηγορία όπως «ταμίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταραξίας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ταραξίας (αρσενικό) < (ταράσσω) ταραξ- + -ίας

Ουσιαστικό

ταραξίας αρσενικό ή θηλυκό [1]

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ταραξίᾱς οἱ ταραξίαι
      γενική τοῦ ταραξίου τῶν ταραξιῶν
      δοτική τῷ ταραξί τοῖς ταραξίαις
    αιτιατική τὸν ταραξίᾱν τοὺς ταραξίᾱς
     κλητική ! ταραξί ταραξίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ταραξί
γεν-δοτ τοῖν  ταραξίαιν
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'νεανίας', Κατηγορία 'νεανίας' όπως «νεανίας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ταραξίας < (αρχαία ελληνική ταράσσω) ταραξ- + -ίας

Ουσιαστικό

ταραξίας αρσενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.