ανακατωσούρας
Νέα ελληνικά (el)
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.na.ka.toˈsu.ɾas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐να‐κα‐τω‐σού‐ρας
Ετυμολογία 1
- ανακατωσούρας < ανακατωσούρ(α) (ουσιαστικό) + -ας ή ανακατωσούρ(ης) με τροπή σε -ας. Δείτε και -ούρας. • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Επίθετο
→ λείπει η κλίση ανακατωσούρας, -α, -ικο [1]
- (σκωπτικό) που του αρέσει, ή απλά συνηθίζει, να μπλέκει σε υποθέσεις που δεν τον αφορούν και να προκαλεί αναστάτωση ή μπερδέματα
Συνώνυμα
Ουσιαστικό
→ λείπει η κλίση ανακατωσούρας αρσενικό
- (ουσιαστικοποιημένο) #Επίθετο
- ↪ Ο ηθοποιός Ντίνος Ηλιόπουλος πρωταγωνιστούσε στην ταινία του 1967 «Ο ανακατωσούρας»ˈ'
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ανακατωσούρας
|
|
Ετυμολογία 2
- ανακατωσούρας: κλιτικός τύπος
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη ανακατώνω
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.