ταξίμετρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ταξίμετρο | τα | ταξίμετρα |
| γενική | του | ταξίμετρου | των | ταξίμετρων |
| αιτιατική | το | ταξίμετρο | τα | ταξίμετρα |
| κλητική | ταξίμετρο | ταξίμετρα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ταξίμετρο < γαλλική taximètre < γερμανική Taxameter < μεσαιωνική λατινική taxa + αρχαία ελληνική μέτρον

Γερμανικό ταξίμετρο.
Ουσιαστικό
ταξίμετρο ουδέτερο
- μετρητής που είναι εγκατεστημένος σε ταξί και καταγράφει την απόσταση που διανύθηκε και το ποσό που θα πληρώσει ο επιβάτης
- Σαράντα έξι οδηγοί ταξί συνελήφθησαν το τελευταίο 48ωρο από αστυνομικούς της Τροχαίας Αττικής, κατά τη διάρκεια στοχευμένων ελέγχων, για παρεμβάσεις στα ταξίμετρα και τις ταμειακές μηχανές. (...) Δύο από αυτούς είχαν τοποθετήσει ειδικές συνδεσμολογίες, με τις οποίες «φούσκωναν» το αναγραφόμενο στο ταξίμετρο χρηματικό ποσό. (*)
Μεταφράσεις
ταξίμετρο
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.