σύγκρυο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύγκρυο | τα | σύγκρυα |
| γενική | του | σύγκρυου | των | σύγκρυων |
| αιτιατική | το | σύγκρυο | τα | σύγκρυα |
| κλητική | σύγκρυο | σύγκρυα | ||
| Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡɾi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκρυ‐ο
Εκφράσεις
- με έπιασε σύγκρυο → δείτε την έκφραση: πάγωσε το αίμα μου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.