σύγκρυος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | σύγκρυος | η | σύγκρυα | το | σύγκρυο |
| γενική | του | σύγκρυου | της | σύγκρυας | του | σύγκρυου |
| αιτιατική | τον | σύγκρυο | τη | σύγκρυα | το | σύγκρυο |
| κλητική | σύγκρυε | σύγκρυα | σύγκρυο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | σύγκρυοι | οι | σύγκρυες | τα | σύγκρυα |
| γενική | των | σύγκρυων | των | σύγκρυων | των | σύγκρυων |
| αιτιατική | τους | σύγκρυους | τις | σύγκρυες | τα | σύγκρυα |
| κλητική | σύγκρυοι | σύγκρυες | σύγκρυα | |||
| ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsiŋ.ɡɾi.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐γκρυ‐ος
Επίθετο
σύγκρυος, -α, -ο
- (οικείο) που συνοδεύεται από ανατριχίλα, τρεμούλα ή ρίγος
- ※ ⌘ Γιάννης Γρυπάρης 1870-1942, «Ὁ Νυμφίος», 1η στροφή @ekebi.gr, ποιητική συλλογή Σκαραβαῖοι καὶ τερρακόττες, Εκδ. Ι.Ν. Σιδέρης, έκδοση 2η, χ.χ. pdf @olympias Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
- – Ἰδοὺ ὁ Νυμφίος ἔρχεται…
Στὴ σκοτεινιὰ ποὺ ὁλόγυρά μου ἁπλώνει
τρέμει θαμπὸ τασημοκάντηλό μου·
καὶ ’δω ὅπου ἀσυντρόφιαστη καὶ μόνη
ἀποτραβιοῦμαι, νοιώθω νὰ ζυγώνη
τὸ σύγκρυο ἀναφτέριασμα τοῦ τρόμου. - ≈ συνώνυμα: ριγηλός
Μεταφράσεις
σύγκρυος
|
|
Αναφορές
- σύγκρυο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.