κρυάδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρυάδα οι κρυάδες
      γενική της κρυάδας των κρυάδων
    αιτιατική την κρυάδα τις κρυάδες
     κλητική κρυάδα κρυάδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρυάδα < μεσαιωνική ελληνική κρυάδα < κρύ(ο) + -άδα

Ουσιαστικό

κρυάδα θηλυκό

  1. το να κρυώνει κάποιος και να έχει ρίγη, τρέμουλο ή ανατριχίλες απ’ αυτό
      Άκουαν τη βουή του ανέμου πάνω απ' τη στέγη και κρυάδες διαπερνούσαν τα κορμιά τους. (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) χαζό αστείο
  3. (μεταφορικά) απογοήτευση από αδόκητο δυσάρεστο γεγονός

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη κρύο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.