κρυάδα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | κρυάδα | οι | κρυάδες |
| γενική | της | κρυάδας | των | κρυάδων |
| αιτιατική | την | κρυάδα | τις | κρυάδες |
| κλητική | κρυάδα | κρυάδες | ||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- κρυάδα < μεσαιωνική ελληνική κρυάδα < κρύ(ο) + -άδα
Ουσιαστικό
κρυάδα θηλυκό
- το να κρυώνει κάποιος και να έχει ρίγη, τρέμουλο ή ανατριχίλες απ’ αυτό
- ※ Άκουαν τη βουή του ανέμου πάνω απ' τη στέγη και κρυάδες διαπερνούσαν τα κορμιά τους. (Βασίλης Ρώτας Οι ροδιές της Ζήρειας [διήγημα])
- (μεταφορικά, μειωτικό) χαζό αστείο
- (μεταφορικά) απογοήτευση από αδόκητο δυσάρεστο γεγονός
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη κρύο
Μεταφράσεις
κρυάδα
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.