άτακτα

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

άτακτα < άτακτ(ος) +

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈa.ta.kta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: άτακτα

Επίρρημα

άτακτα (τροπικό επίρρημα)

  1. χωρίς τάξη
    υποχώρησαν άτακτα
     συνώνυμα: ανομοιόμορφα
     αντώνυμα:  δείτε τις λέξεις ομοιόμορφα, συντονισμένα και οργανωμένα
  2. κάνοντας αταξίες
     αντώνυμα: υπάκουα, πειθήνια

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

άτακτα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.