διογκώνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

διογκώνομαι < παθητική φωνή του ρήματος διογκώνω

Ρήμα

διογκώνομαι

  1. αυξάνομαι σε όγκο
     συνώνυμα: εξογκώνομαι, φουσκώνω
  2. αυξάνομαι σε ένταση
  3. αυξάνομαι σε επιφάνεια, σε έκταση
     συνώνυμα: επεκτείνομαι

Ταυτόσημο

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.