σωρεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σωρεία | οι | σωρείες |
| γενική | της | σωρείας | των | σωρειών |
| αιτιατική | τη | σωρεία | τις | σωρείες |
| κλητική | σωρεία | σωρείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σωρεία < ελληνιστική κοινή σωρεία[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /soˈɾi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σω‐ρεί‐α
Ουσιαστικό
σωρεία θηλυκό
- η μεγάλη ποσότητα
- ※ Ἢ ἂν ὁ θόλος οὗτος τοῦ στερεώματός του, / Κατάστιλπνος ἐκ λίθων σμαράγδου καὶ σαπφείρου, / Δὲν ἦναι οὒτ' ἐσθής του χρυσῆ, οὔτε βωμός του, / Ἀλλὰ σωρεία κόσμων ἐκτάσεως ἀπείρου. (Ιωάννης Καρασούτσας, Εις εν άστρον, από τη συλλογή Η Βάρβιτος, 1860)
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σωρεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.