χάπι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | χάπι | τα | χάπια |
| γενική | του | χαπιού | των | χαπιών |
| αιτιατική | το | χάπι | τα | χάπια |
| κλητική | χάπι | χάπια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈxa.pi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χά‐πι
Ουσιαστικό
χάπι ουδέτερο
- (φαρμακευτική) φαρμακευτικό παρασκεύασμα που χορηγείται από το στόμα, σε συμπυκνωμένη και στερεά μορφή και σε μικρό μέγεθος ώστε να είναι εύκολο στην κατάποση
- ≈ συνώνυμα: δισκίο, καταπότι (λαϊκότροπο)
- (ειδικότερα) το αντισυλληπτικό (χάπι)
Εκφράσεις
Συγγενικά
- χαπάκιας
- χαπακώνω
- χαπακωμένος
Μεταφράσεις
Αναφορές
- σελ. 749 - J.W. Redhouse, A Turkish and English Lexicon. Shewing in English: The Significations of the Turkish Terms [Τουρκικό (οθωμανικό) και αγγλικό λεξικό] (Κωνσταντινούπολη: Printed for the American Mission by A.H. Boyajian, 1884) (ανατύπωση: Βηρυτός: Librairie du Liban, 1974 & 1987).
- حب #στην 3η προφορά στο αγγλικό Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.