σχιζοφρένεια

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η σχιζοφρένεια οι σχιζοφρένειες
      γενική της σχιζοφρένειας των σχιζοφρενειών
    αιτιατική τη σχιζοφρένεια τις σχιζοφρένειες
     κλητική σχιζοφρένεια σχιζοφρένειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σχιζοφρένεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική Schizophrenie < αρχαία ελληνική σχίζω + φρήν (Τον όρο εισήγαγε ο Ελβετός ψυχολόγος Eugen Bleuler)

Προφορά

ΔΦΑ : /sçi.zoˈfɾe.ni.a/

Ουσιαστικό

σχιζοφρένεια θηλυκό

  1. (ψυχιατρική, πάθηση) νευροψυχιατρική νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχές στην αντίληψη της πραγματικότητας, παράδοξη συμπεριφορά κ.λπ.
  2. (κατ’ επέκταση) άλογη ή παράλογη συμπεριφορά ή κατάσταση

Υπερώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.