νευροψυχιατρική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | νευροψυχιατρική | οι | νευροψυχιατρικές |
| γενική | της | νευροψυχιατρικής | των | νευροψυχιατρικών |
| αιτιατική | τη | νευροψυχιατρική | τις | νευροψυχιατρικές |
| κλητική | νευροψυχιατρική | νευροψυχιατρικές | ||
| Συνήθως στον ενικό | ||||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- νευροψυχιατρική < ουσεπ θ|νευροψυχιατρικός}} ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική neuropsychiatry[1] ή (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική neuropsychiatrie[1])
Ουσιαστικό
νευροψυχιατρική θηλυκό
- (ιατρική) κλάδος της ιατρικής που περιλαμβάνει τη νευρολογία, την ψυχιατρική, καθώς και τις αλληλεπιδράσεις τους
Συγγενικά
Μεταφράσεις
νευροψυχιατρική
Κλιτικός τύπος επιθέτου
νευροψυχιατρική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του νευροψυχιατρικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
- νευροψυχιατρική - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.