σχιζοφρενής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σχιζοφρενής η σχιζοφρενής το σχιζοφρενές
      γενική του σχιζοφρενούς* της σχιζοφρενούς του σχιζοφρενούς
    αιτιατική τον σχιζοφρενή τη σχιζοφρενή το σχιζοφρενές
     κλητική σχιζοφρενή(ς) σχιζοφρενής σχιζοφρενές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σχιζοφρενείς οι σχιζοφρενείς τα σχιζοφρενή
      γενική των σχιζοφρενών των σχιζοφρενών των σχιζοφρενών
    αιτιατική τους σχιζοφρενείς τις σχιζοφρενείς τα σχιζοφρενή
     κλητική σχιζοφρενείς σχιζοφρενείς σχιζοφρενή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

σχιζοφρενής < λόγιο ενδογενές δάνειο: γερμανική schizophren < Schizophrenie

Προφορά

ΔΦΑ : /sçi.zo.fɾeˈnis/

Επίθετο

σχιζοφρενής, -ής, -ές

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Ουσιαστικό

σχιζοφρενής αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.