σφαίρωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαίρωμα τα σφαιρώματα
      γενική του σφαιρώματος των σφαιρωμάτων
    αιτιατική το σφαίρωμα τα σφαιρώματα
     κλητική σφαίρωμα σφαιρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαίρωμα < αρχαία ελληνική σφαίρωμα

Ουσιαστικό

το σφαίρωμα ουδέτερο

  1. καθετί με στρογγυλό, σφαιρικό σχήμα
  2. η σφαιρική άκρη λαβής αντικειμένων (σε σπαθί, ρόπτρο κ.λπ.)
  3. (βιολογία) συσσωρεύσεις λίπους σε σφαιρικό σχήμα· λιπαρά σφαιρίδια

Πηγές

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

σφαίρωμα < σφαιρῶ

Ουσιαστικό

το σφαίρωμα ουδέτερο

  1. καθετί στρογγυλεμένο, με σφαιρικό σχήμα
    στον πληθυντικό, σφαίρωματα: τα οπίσθια, οι γλουτοί
  2. η καμπύλη γραμμή

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.