σφαίρωμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σφαίρωμα | τα | σφαιρώματα |
| γενική | του | σφαιρώματος | των | σφαιρωμάτων |
| αιτιατική | το | σφαίρωμα | τα | σφαιρώματα |
| κλητική | σφαίρωμα | σφαιρώματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σφαίρωμα < αρχαία ελληνική σφαίρωμα
Ουσιαστικό
το σφαίρωμα ουδέτερο
Πηγές
- «σφαίρωμα», στο: lsj.gr· πρόσβαση: 2019-09-30.
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- σφαίρωμα < σφαιρῶ
Ουσιαστικό
το σφαίρωμα ουδέτερο
Πηγές
- σφαίρωμα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.