γλουτός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο γλουτός οι γλουτοί
      γενική του γλουτού των γλουτών
    αιτιατική τον γλουτό τους γλουτούς
     κλητική γλουτέ γλουτοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλουτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική γλουτός

Προφορά

ΔΦΑ : /ɣluˈtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γλουτός

Ουσιαστικό

γλουτός αρσενικό

  • (ανατομία, λόγιο) το καθένα από τα δύο σαρκώδη ημισφαίρια που σχηματίζονται στην πίσω πλευρά του ανθρώπινου σώματος, χαμηλά, μεταξύ της μέσης και των μηρών, η περιοχή αριστερά και δεξιά από τον πρωκτό
    πολλές ενέσεις γίνονται στον γλουτό

Συνώνυμα

λόγια

καθομιλουμένη:

 και δείτε τη λέξη κώλος

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική γλουτός οἱ γλουτοί
      γενική τοῦ γλουτοῦ τῶν γλουτῶν
      δοτική τῷ γλουτ τοῖς γλουτοῖς
    αιτιατική τὸν γλουτόν τοὺς γλουτούς
     κλητική ! γλουτέ γλουτοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  γλουτώ
γεν-δοτ τοῖν  γλουτοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γλουτός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γλουτός, -οῦ αρσενικό

  • (ανατομία) τα οπίσθια
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 5 (Ε. Διομήδους ἀριστεία.), στίχ. 66 (στίχοι 65-66)
    τὸν μὲν Μηριόνης, ὅτε δὴ κατέμαρπτε διώκων, | βεβλήκει γλουτὸν κατὰ δεξιόν·
    Και αυτόν ως τον κατάτρεχεν, προφθάνει ο Μηριόνης | και τον κτυπά στο δεξιό μερί
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greeklanguage.gr
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 9.1
    ἐνθαῦτα δὲ αὐτὸν εὑρεῖν ἐν ἄντρῳ μειξοπάρθενόν τινα ἔχιδναν διφυέα, τῆς τὰ μὲν ἄνω ἀπὸ τῶν γλουτῶν εἶναι γυναικός, τὰ δὲ ἔνερθε ὄφιος.
    και πως εκεί βρήκε σε μια σπηλιά μια κόρη–τέρας: μια Έχιδνα με διπλή φύση, που από τους γοφούς και πάνω ήταν γυναίκα κι αποκεί και κάτω φίδι·
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greeklanguage.gr

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.