ρόπτρο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | ρόπτρο | τα | ρόπτρα |
| γενική | του | ρόπτρου | των | ρόπτρων |
| αιτιατική | το | ρόπτρο | τα | ρόπτρα |
| κλητική | ρόπτρο | ρόπτρα | ||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ρόπτρο < αρχαία ελληνική ῥόπτρον
Ουσιαστικό
ρόπτρο ουδέτερο
- μεταλλικό αντικείμενο σε διάφορα σχέδια, το οποίο κρέμεται στην εξώπορτα των σπιτιών και οι επισκέπτες το χτυπούν αντί για κουδούνι
- ※ […] εκρύβημεν όπισθεν μιας μάνδρας, ενώ η παράδοξος μελανείμων επλησίαζεν εις την οικίαν και έκρουε το ρόπτρον. (Χαράλαμπος Άννινος, Αττικαί ημέραι)
-
ρόπτρο στη Βικιπαίδεια

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
