ρόπτρο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ρόπτρο τα ρόπτρα
      γενική του ρόπτρου των ρόπτρων
    αιτιατική το ρόπτρο τα ρόπτρα
     κλητική ρόπτρο ρόπτρα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ρόπτρο < αρχαία ελληνική ῥόπτρον

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈɾop.tɾo/
ρόπτρο με κρίκο

Ουσιαστικό

ρόπτρο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.