σφαιρίδιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σφαιρίδιο τα σφαιρίδια
      γενική του σφαιρίδιου
& σφαιριδίου
των σφαιρίδιων
& σφαιριδίων
    αιτιατική το σφαιρίδιο τα σφαιρίδια
     κλητική σφαιρίδιο σφαιρίδια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σφαιρίδιο < σφαίρ(α) + -ίδιο

Ουσιαστικό

σφαιρίδιο ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.