αμπαλάρισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αμπαλάρισμα τα αμπαλαρίσματα
      γενική του αμπαλαρίσματος των αμπαλαρισμάτων
    αιτιατική το αμπαλάρισμα τα αμπαλαρίσματα
     κλητική αμπαλάρισμα αμπαλαρίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αμπαλάρισμα < αμπαλάρω + -ισμα
Αμπαλάρισμα δώρων.

Ουσιαστικό

αμπαλάρισμα ουδέτερο

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.