περιτύλιγμα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | περιτύλιγμα | τα | περιτυλίγματα |
| γενική | του | περιτυλίγματος | των | περιτυλιγμάτων |
| αιτιατική | το | περιτύλιγμα | τα | περιτυλίγματα |
| κλητική | περιτύλιγμα | περιτυλίγματα | ||
| Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία

Καραμέλα με περιτύλιγμα.
Ουσιαστικό
περιτύλιγμα ουδέτερο
- η ενέργεια του περιτυλίγω ή το μέσο που χρησιμοποιούμε για να τυλίξουμε (συνήθως χαρτί)
- τι όμορφο κουτί! και τι κορδέλες! Το περιτύλιγμα αξίζει περισσότερο από το δώρο!
Συνώνυμα
- αμπαλάζ (από τα γαλλικά)
Εκφράσεις
- χαρτί περιτυλίγματος
Συγγενικά
- περιτυλίγω
- περιτύλιξη
- περιτυλίσσω
- και → δείτε τη λέξη τυλίγω
Αναφορές
- περιτύλιγμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.