περιτύλιγμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το περιτύλιγμα τα περιτυλίγματα
      γενική του περιτυλίγματος των περιτυλιγμάτων
    αιτιατική το περιτύλιγμα τα περιτυλίγματα
     κλητική περιτύλιγμα περιτυλίγματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

περιτύλιγμα < (περιτυλίσσω περι-τυλικ (τυλικ-σα τύλιξα) + -μα με μετατροπή [km] > [ɣm][1]
Καραμέλα με περιτύλιγμα.

Ουσιαστικό

περιτύλιγμα ουδέτερο

  • η ενέργεια του περιτυλίγω ή το μέσο που χρησιμοποιούμε για να τυλίξουμε (συνήθως χαρτί)
    τι όμορφο κουτί! και τι κορδέλες! Το περιτύλιγμα αξίζει περισσότερο από το δώρο!

Συνώνυμα

Εκφράσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.