σύντριμμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σύντριμμα τα συντρίμματα
      γενική του συντρίμματος των συντριμμάτων
    αιτιατική το σύντριμμα τα συντρίμματα
     κλητική σύντριμμα συντρίμματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σύντριμμα < αρχαία ελληνική σύντριμμα

Ουσιαστικό

σύντριμμα ουδέτερο

  1. συντρίμμι
  2. γαρμπίλι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.