συντριπτικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντριπτικός | η | συντριπτική | το | συντριπτικό |
| γενική | του | συντριπτικού | της | συντριπτικής | του | συντριπτικού |
| αιτιατική | τον | συντριπτικό | τη | συντριπτική | το | συντριπτικό |
| κλητική | συντριπτικέ | συντριπτική | συντριπτικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντριπτικοί | οι | συντριπτικές | τα | συντριπτικά |
| γενική | των | συντριπτικών | των | συντριπτικών | των | συντριπτικών |
| αιτιατική | τους | συντριπτικούς | τις | συντριπτικές | τα | συντριπτικά |
| κλητική | συντριπτικοί | συντριπτικές | συντριπτικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντριπτικός < μεσαιωνική ελληνική συντριπτικός < αρχαία ελληνική συντρίβω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική écrasant)
Συγγενικά
- συντριπτικά
- → δείτε τις λέξεις συντρίβω και τρίβω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.