συντετριμμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντετριμμένος η συντετριμμένη το συντετριμμένο
      γενική του συντετριμμένου της συντετριμμένης του συντετριμμένου
    αιτιατική τον συντετριμμένο τη συντετριμμένη το συντετριμμένο
     κλητική συντετριμμένε συντετριμμένη συντετριμμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντετριμμένοι οι συντετριμμένες τα συντετριμμένα
      γενική των συντετριμμένων των συντετριμμένων των συντετριμμένων
    αιτιατική τους συντετριμμένους τις συντετριμμένες τα συντετριμμένα
     κλητική συντετριμμένοι συντετριμμένες συντετριμμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συντετριμμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου συντρίβω

Μετοχή

συντετριμμένος, -η, -ο και συντριμμένος

  1. που έχει συντριβεί, που έχει υποστεί συντριβή
  2. εξαιρετικά λυπημένος

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.