συντασσόμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συντασσόμενος | η | συντασσόμενη | το | συντασσόμενο |
| γενική | του | συντασσόμενου | της | συντασσόμενης | του | συντασσόμενου |
| αιτιατική | τον | συντασσόμενο | τη | συντασσόμενη | το | συντασσόμενο |
| κλητική | συντασσόμενε | συντασσόμενη | συντασσόμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συντασσόμενοι | οι | συντασσόμενες | τα | συντασσόμενα |
| γενική | των | συντασσόμενων | των | συντασσόμενων | των | συντασσόμενων |
| αιτιατική | τους | συντασσόμενους | τις | συντασσόμενες | τα | συντασσόμενα |
| κλητική | συντασσόμενοι | συντασσόμενες | συντασσόμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συντασσόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντασσόμενος
Μετοχή
συντασσόμενος, -η, -ο
- (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συντάσσω
- που συντάσσεται, συμφωνεί με μια άποψη
- ↪ υπέγραψε το μνημόνιο, συντασσόμενος με την άποψη...
- (συντακτικό) που συντάσσεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες με ορισμένους τύπους λέξεων ή σειρά
- ↪ η πρόθεση υπό, συντασσόμενη με αιτιατική σημαίνει «από κάτω» ενώ συντασσόμενη με γενική σημαίνει «από τον»
- που γράφεται
- ↪ το κείμενο, συντασσόμενο από εξαιρετικούς ειδικούς, θα αποτελέσει τον άξονα...
- που συντάσσεται, συμφωνεί με μια άποψη
Αρχαία ελληνικά (grc)
→ λείπει η κλίση
Μετοχή
συντασσόμενος, -η, -ον
- μετοχή ενεστώτα του συντάσσομαι, μεσοπαθητική φωνής του ρήματος συντάσσω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη τασσόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.