συντασσόμενος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συντασσόμενος η συντασσόμενη το συντασσόμενο
      γενική του συντασσόμενου της συντασσόμενης του συντασσόμενου
    αιτιατική τον συντασσόμενο τη συντασσόμενη το συντασσόμενο
     κλητική συντασσόμενε συντασσόμενη συντασσόμενο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συντασσόμενοι οι συντασσόμενες τα συντασσόμενα
      γενική των συντασσόμενων των συντασσόμενων των συντασσόμενων
    αιτιατική τους συντασσόμενους τις συντασσόμενες τα συντασσόμενα
     κλητική συντασσόμενοι συντασσόμενες συντασσόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

συντασσόμενος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συντασσόμενος

Μετοχή

συντασσόμενος, -η, -ο

  • (λόγιο) μετοχή παθητικού ενεστώτα του ρήματος συντάσσω
    1. που συντάσσεται, συμφωνεί με μια άποψη
      υπέγραψε το μνημόνιο, συντασσόμενος με την άποψη...
    2. (συντακτικό) που συντάσσεται σύμφωνα με ορισμένους κανόνες με ορισμένους τύπους λέξεων ή σειρά
      η πρόθεση υπό, συντασσόμενη με αιτιατική σημαίνει «από κάτω» ενώ συντασσόμενη με γενική σημαίνει «από τον»
    3. που γράφεται
      το κείμενο, συντασσόμενο από εξαιρετικούς ειδικούς, θα αποτελέσει τον άξονα...

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις συντάσσω και συντάσσομαι

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Μετοχή

συντασσόμενος, -η, -ον

Συγγενικά

  •  δείτε τη λέξη τασσόμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.