καραβάνι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το καραβάνι τα καραβάνια
      γενική του καραβανιού των καραβανιών
    αιτιατική το καραβάνι τα καραβάνια
     κλητική καραβάνι καραβάνια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

καραβάνι < μεσαιωνική ελληνική καραβάνι < περσική کاروان (kârvân)
Καραβάνι κινείται στην έρημο.

Ουσιαστικό

καραβάνι ουδέτερο

  1. εμπόροι ή ταξιδιώτες οι οποίοι ταξίδευαν παλαιότερα οδικώς σαν ομάδα, κυρίως για λόγους ασφαλείας
  2. (μειωτικό) (ειρωνικό) μπουλούκι τουριστών

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.