συναντίληψη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η συναντίληψη οι συναντιλήψεις
      γενική της συναντίληψης* των συναντιλήψεων
    αιτιατική τη συναντίληψη τις συναντιλήψεις
     κλητική συναντίληψη συναντιλήψεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, συναντιλήψεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

συναντίληψη (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική συναντίληψις[1] < (ελληνιστική κοινή) συναντιλαμβάνομαι < αρχαία ελληνική ἀντιλαμβάνω < λαμβάνω

Προφορά

ΔΦΑ : /si.nanˈdi.li.psi/

Ουσιαστικό

συναντίληψη θηλυκό

  1. (λόγιο) βοήθεια, συμπαράσταση, από κοινού υποστήριξη, αλληλεγγύη
    • συναίνεση, συμφωνία, κοινή αντίληψη για την αντιμετώπιση κάποιων καταστάσεων
        Τα μείζονα αυτά σώματα της Εκκλησίας -όπως η Πανορθόδοξος Σύνοδος- συγκροτούνται ad hoc, αλλά έχουν τη σύνθεση και την εξουσιοδότηση να αποφασίζουν όποια μέτρα θα κρίνουν σκόπιμα για να αντιμετωπισθούν τα ζητήματα για τα οποία συγκαλούνται. Οι αποφάσεις των σωμάτων αυτών που στηρίζονται πάντα στη συναντίληψη και συναίνεση είναι τελεσίδικες και υποχρεωτικές για όλους. ("Τι φοβάται το Φανάρι", Άλκης Κούρκολας, εφημερίδα Το Βήμα, 2005.05.22.)

Πολυλεκτικοί όροι

  • μνημόνιο συναντίληψης

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.