συναίνεση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναίνεση | οι | συναινέσεις |
| γενική | της | συναίνεσης* | των | συναινέσεων |
| αιτιατική | τη | συναίνεση | τις | συναινέσεις |
| κλητική | συναίνεση | συναινέσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συναινέσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναίνεση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή συναίνε(σις) + -ση[1] < αρχαία ελληνική / συναινῶ. Δείτε και αίνος, αἶνος
Προφορά
- ΔΦΑ : /siˈne.ne.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐ναί‐νε‐ση
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐αί‐νε‐ση
Ουσιαστικό
συναίνεση θηλυκό
- συγκατάθεση, αποδοχή
- το παιδί άλλαξε σχολείο έπειτα από υπόδειξη των διδασκόντων και με τη συναίνεση των γονέων
- (σε συλλογικά σώματα) η ύπαρξη μιας ευρείας αποδοχής, πολύ ανώτερης από τη συνήθη πλειοψηφία
Συγγενικά
- συναινετικός
- → και δείτε τις λέξεις συναινώ και αινώ
Μεταφράσεις
Αναφορές
- συναίνεση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.