συναλλαγματική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | συναλλαγματική | οι | συναλλαγματικές |
| γενική | της | συναλλαγματικής | των | συναλλαγματικών |
| αιτιατική | τη | συναλλαγματική | τις | συναλλαγματικές |
| κλητική | συναλλαγματική | συναλλαγματικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- συναλλαγματική < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου συναλλαγματικός < αρχαία ελληνική συναλλαγματικός, (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική lettre de change
Ουσιαστικό
συναλλαγματική θηλυκό
- (οικονομία) έγγραφη εντολή που συντάσσεται με ορισμένο τύπο, κατά την οποία ένα πρόσωπο (ο εκδότης) διατάσσει ένα άλλο πρόσωπο (τον αποδέκτη) να πληρώσει σε ορισμένο τόπο και χρόνο ένα ορισμένο χρηματικό ποσό σε ένα τρίτο πρόσωπο (τον κομιστή της συναλλαγματικής). Χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο για παροχή πίστωσης.
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
συναλλαγματική
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του συναλλαγματικός
Ομώνυμα / Ομόηχα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.