εκδότης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εκδότης οι εκδότες
      γενική του εκδότη των εκδοτών
    αιτιατική τον εκδότη τους εκδότες
     κλητική εκδότη εκδότες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εκδότης < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

εκδότης αρσενικό

  • (επάγγελμα) αυτός που εκδίδει (δημοσιεύει) βιβλία, περιοδικά, εφημερίδες κλπ.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.