γραμμάτιο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γραμμάτιο τα γραμμάτια
      γενική του γραμματίου
& γραμμάτιου
των γραμματίων
    αιτιατική το γραμμάτιο τα γραμμάτια
     κλητική γραμμάτιο γραμμάτια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

γραμμάτιο < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

γραμμάτιο ουδέτερο

  • (οικονομία) χρεώγραφο με το οποίο ο εκδότης του αναγνωρίζει το χρέος προς το δανειστή και εγγυάται την πληρωμή του σε συγκεκριμένη ημερομηνία

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.