συναλλαγματικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | συναλλαγματικός | η | συναλλαγματική | το | συναλλαγματικό |
| γενική | του | συναλλαγματικού | της | συναλλαγματικής | του | συναλλαγματικού |
| αιτιατική | τον | συναλλαγματικό | τη | συναλλαγματική | το | συναλλαγματικό |
| κλητική | συναλλαγματικέ | συναλλαγματική | συναλλαγματικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | συναλλαγματικοί | οι | συναλλαγματικές | τα | συναλλαγματικά |
| γενική | των | συναλλαγματικών | των | συναλλαγματικών | των | συναλλαγματικών |
| αιτιατική | τους | συναλλαγματικούς | τις | συναλλαγματικές | τα | συναλλαγματικά |
| κλητική | συναλλαγματικοί | συναλλαγματικές | συναλλαγματικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- συναλλαγματικός < αρχαία ελληνική συναλλαγματικός < συναλλάσσομαι
Επίθετο
συναλλαγματικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με το συνάλλαγμα ή τη συναλλαγματική, αναφέρεται σ’ αυτά ή αποτελείται από συνάλλαγμα
- (ουσιαστικοποιημένο) συναλλαγματική
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη συναλλάσσομαι
Μεταφράσεις
συναλλαγματικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.