συναγωνίζομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

συναγωνίζομαι < αρχαία ελληνική συναγωνίζομαι < σύν + ἀγωνίζομαι < ἀγών

Προφορά

ΔΦΑ : /si.na.ɣoˈni.zo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: συναγωνίζομαι
παλιότερος συλλαβισμός: συναγωνίζομαι

Ρήμα

συναγωνίζομαι (αποθετικό ρήμα)

  1. αγωνίζομαι σε κοινό αγώνισμα με κάποιον άλλον ή αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον άλλο για μια ιδέα ή ένα στόχο
    συναγωνιζόμασταν στην ίδια ομάδα
  2. ανταγωνίζομαι με την ευγενέστερη έννοια της άμιλλας και όχι με την σκληρή έννοια της αντιπαλότητας
    οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ
  3. έχω κοινές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά, είμαι στο ίδιο επίπεδο
    οι δύο αδερφές συναγωνίζονται σε χάρη η μία την άλλη

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.