συναγωνίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συναγωνίζομαι < αρχαία ελληνική συναγωνίζομαι < σύν + ἀγωνίζομαι < ἀγών
Προφορά
- ΔΦΑ : /si.na.ɣoˈni.zo.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συ‐να‐γω‐νί‐ζο‐μαι
- παλιότερος συλλαβισμός : συν‐α‐γω‐νί‐ζο‐μαι
Ρήμα
συναγωνίζομαι (αποθετικό ρήμα)
- αγωνίζομαι σε κοινό αγώνισμα με κάποιον άλλον ή αγωνίζομαι από κοινού με κάποιον άλλο για μια ιδέα ή ένα στόχο
- συναγωνιζόμασταν στην ίδια ομάδα
- ανταγωνίζομαι με την ευγενέστερη έννοια της άμιλλας και όχι με την σκληρή έννοια της αντιπαλότητας
- οι αθλητές θα συναγωνιστούν στο τρέξιμο, για μια θέση στο πόντιουμ
- έχω κοινές ιδιότητες ή χαρακτηριστικά, είμαι στο ίδιο επίπεδο
- οι δύο αδερφές συναγωνίζονται σε χάρη η μία την άλλη
Συγγενικά
Κλίση
Παθητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | συναγωνίζομαι | συναγωνιζόμουν(α) | θα συναγωνίζομαι | να συναγωνίζομαι | ||
| β' ενικ. | συναγωνίζεσαι | συναγωνιζόσουν(α) | θα συναγωνίζεσαι | να συναγωνίζεσαι | (συναγωνίζου) | |
| γ' ενικ. | συναγωνίζεται | συναγωνιζόταν(ε) | θα συναγωνίζεται | να συναγωνίζεται | ||
| α' πληθ. | συναγωνιζόμαστε | συναγωνιζόμαστε συναγωνιζόμασταν |
θα συναγωνιζόμαστε | να συναγωνιζόμαστε | ||
| β' πληθ. | συναγωνίζεστε | συναγωνιζόσαστε συναγωνιζόσασταν |
θα συναγωνίζεστε | να συναγωνίζεστε | (συναγωνίζεστε) | |
| γ' πληθ. | συναγωνίζονται | συναγωνίζονταν συναγωνιζόντουσαν |
θα συναγωνίζονται | να συναγωνίζονται | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | συναγωνίστηκα | θα συναγωνιστώ | να συναγωνιστώ | συναγωνιστεί | ||
| β' ενικ. | συναγωνίστηκες | θα συναγωνιστείς | να συναγωνιστείς | συναγωνίσου | ||
| γ' ενικ. | συναγωνίστηκε | θα συναγωνιστεί | να συναγωνιστεί | |||
| α' πληθ. | συναγωνιστήκαμε | θα συναγωνιστούμε | να συναγωνιστούμε | |||
| β' πληθ. | συναγωνιστήκατε | θα συναγωνιστείτε | να συναγωνιστείτε | συναγωνιστείτε | ||
| γ' πληθ. | συναγωνίστηκαν συναγωνιστήκαν(ε) |
θα συναγωνιστούν(ε) | να συναγωνιστούν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | έχω συναγωνιστεί | είχα συναγωνιστεί | θα έχω συναγωνιστεί | να έχω συναγωνιστεί | συναγωνισμένος | |
| β' ενικ. | έχεις συναγωνιστεί | είχες συναγωνιστεί | θα έχεις συναγωνιστεί | να έχεις συναγωνιστεί | ||
| γ' ενικ. | έχει συναγωνιστεί | είχε συναγωνιστεί | θα έχει συναγωνιστεί | να έχει συναγωνιστεί | ||
| α' πληθ. | έχουμε συναγωνιστεί | είχαμε συναγωνιστεί | θα έχουμε συναγωνιστεί | να έχουμε συναγωνιστεί | ||
| β' πληθ. | έχετε συναγωνιστεί | είχατε συναγωνιστεί | θα έχετε συναγωνιστεί | να έχετε συναγωνιστεί | ||
| γ' πληθ. | έχουν συναγωνιστεί | είχαν συναγωνιστεί | θα έχουν συναγωνιστεί | να έχουν συναγωνιστεί | ||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.