αίνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | αίνος | οι | αίνοι |
| γενική | του | αίνου | των | αίνων |
| αιτιατική | τον | αίνο | τους | αίνους |
| κλητική | αίνε | αίνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αίνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἶνος[1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈe.nos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αί‐νος
Αναφορές
- αίνος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.