αίνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αίνος οι αίνοι
      γενική του αίνου των αίνων
    αιτιατική τον αίνο τους αίνους
     κλητική αίνε αίνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αίνος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική αἶνος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αίνος

Ουσιαστικό

αίνος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.